- στοιβοειδής
- -ές, Απορώδης, σπογγώδης («ἥπατος καὶ σπληνὸς ἡ στοιβοειδὴς σάρξ», Αλέξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοιβοειδής — loose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)